ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ
Η ιστορία του μεταξιού χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι συνυφασμένη με κινέζικες ιστορίες και μύθους.
Σύμφωνα με τον μύθο την τέχνη της εκτροφής του μεταξοσκώληκα ανακάλυψε συμπτωματικά η αυτοκράτειρα Σι-Λινγκ-Τσι το 2690 πΧ.
Από τότε άρχισε η ανάπτυξη της μεταξουργίας στην Κίνα. Τέχνη που έμεινε μυστική για 20 περίπου αιώνες. Η εξάγωνη των αυγών του μεταξοσκώληκα απαγορευόταν αυστηρά. Οποιοσδήποτε αποκάλυπτε τα μυστικά της σηροτροφίας αντιμετώπιζε την ποινή του θανάτου. Επιτρεπόταν μόνο η εξαγωγή κατεργασμένων νημάτων και υφασμάτων. Η Ιαπωνία, οι Ινδίες και η Περσία ήταν κέντρα εμπορίας του εξαγόμενου μεταξιού.
Με τις εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) το μεταξωτό ύφασμα έγινε γνωστό στους αρχαίους Έλληνες. Ο Μέγας Αλέξανδρος μάλιστα έστειλε φούσκες στον δάσκαλο του Αριστοτέλη θέλοντας να μάθει τα μυστικά του μεταξιού, χωρίς αποτέλεσμα.
Από το 100 π.Χ., οι Κινέζοι έμποροι άρχισαν να εξάγουν μετάξι στην Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Ταξιδεύοντας με καραβάνια για καμήλες και μουλάρια ακολουθούσαν ένα δίκτυο από μονοπάτια που συνδέονταν με οάσεις. Ξεκουράζονταν στο Καραβάν Σεράι, που υπήρχε στην διαδρομή. Όταν επέστρεφαν στην Κίνα, έφεραν προϊόντα πολυτελείας, όπως γυαλί, πολύτιμες πέτρες, και ειδήσεις από τον έξω κόσμο. Οι Κινέζοι έμποροι ξεκινούσαν από την κινέζικη πρωτεύουσα και κατέληγαν στην Αντιόχεια, στην Μέση Ανατολή, έχοντας διασχίσει τις ερήμους και τις στέπες της Κεντρικής Ασίας.
Στα ρωμαϊκά χρόνια συνεχίστηκαν οι εισαγωγές κατεργασμένης και ακατέργαστης σινικής κλωστής και έτοιμων υφασμάτων. Οι πηγές μαρτυρούν ότι την περίοδο αυτή το μετάξι είχε τεράστια αξία, ίση με αυτήν των πολύτιμων λίθων και του χρυσού. Ο αυτοκράτορας φορούσε αποκλειστικά πορφυρή μέταξα, ενώ μεταξωτά ενδύματα φορούσαν οι αξιωματούχοι του κράτους και μερικοί ευκατάστατοι ιδιώτες.
Στην Ευρώπη εισάχθηκε για πρώτη φορά στο Βυζάντιο στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού, όπου δύο καλόγεροι, γυρνώντας από μια ιεραποστολική περιοδεία στην Κίνα το 554 μ.Χ., έφεραν μαζί τους κουκούλια μέταξας κρυμμένα στα ραβδιά τους, γιατί απαγορευόταν η εξαγωγή τους.